ἐξοινόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξοινόομαι''': παθ., μεθύσκομαι, ἐξῳνωμένος ([[οὕτως]] ὁ Elmsl ἀντὶ ἐξοιν-), ἐμπεπωκὼς πολὺν [[οἶνον]], οἰνοβαρῶν, Εὐρ. Βάκχ. 814, Ἀθήν. 38Ε.
|lstext='''ἐξοινόομαι''': παθ., μεθύσκομαι, ἐξῳνωμένος ([[οὕτως]] ὁ Elmsl ἀντὶ ἐξοιν-), ἐμπεπωκὼς πολὺν [[οἶνον]], οἰνοβαρῶν, Εὐρ. Βάκχ. 814, Ἀθήν. 38Ε.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξοινόομαι:''' Παθ., είμαι μεθυσμένος, μτχ. παρακ. [[ἐξῳνωμένος]], μεθυσμένος, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοινόομαι Medium diacritics: ἐξοινόομαι Low diacritics: εξοινόομαι Capitals: ΕΞΟΙΝΟΟΜΑΙ
Transliteration A: exoinóomai Transliteration B: exoinoomai Transliteration C: eksoinoomai Beta Code: e)coino/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be drunk, ἐξῳνωμένος (Elmsl. for ἐξοιν-) drunken, E.Ba.814, Ath.2.38e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοινόομαι: παθ., μεθύσκομαι, ἐξῳνωμένος (οὕτως ὁ Elmsl ἀντὶ ἐξοιν-), ἐμπεπωκὼς πολὺν οἶνον, οἰνοβαρῶν, Εὐρ. Βάκχ. 814, Ἀθήν. 38Ε.

Greek Monotonic

ἐξοινόομαι: Παθ., είμαι μεθυσμένος, μτχ. παρακ. ἐξῳνωμένος, μεθυσμένος, σε Ευρ.