ἰαλεμίστρια: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰαλεμίστρια]], ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) [[ιαλεμίζω]]<br />[[γυναίκα]] που θρηνεί. | |mltxt=[[ἰαλεμίστρια]], ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) [[ιαλεμίζω]]<br />[[γυναίκα]] που θρηνεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰᾱλεμίστρια:''' Ιων. ἰηλ-, ἡ, [[γυναίκα]] που θρηνολογεί, [[μοιρολογίστρα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἰηλ-, ἡ,
A wailing woman, A.Ch.424 (lyr., Herm., from Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1232] ἡ, ion. ἰηλεμίστρια, die Klagende, s. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱλεμίστρια: Ἰων. ἰηλ-, ἡ, γυνὴ θρηνοῦσα, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Χο. 424 κατὰ τὸν Ἕρμανν., ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἰηλεμιστρίας· θρηνητρίας), πρβλ. Κίσσιος.
Greek Monolingual
ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) ιαλεμίζω
γυναίκα που θρηνεί.
Greek Monotonic
ἰᾱλεμίστρια: Ιων. ἰηλ-, ἡ, γυναίκα που θρηνολογεί, μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.