κατιδεῖν: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_5)
(5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατιδεῖν''': ἀόρ. β΄ τοῦ [[καθοράω]].
|lstext='''κατιδεῖν''': ἀόρ. β΄ τοῦ [[καθοράω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατιδεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[κατεῖδον]]· Μέσ., απαρ. αορ. βʹ <i>κατιδέσθαι</i>.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1401] aor. II. zu καθοράω.

Greek (Liddell-Scott)

κατιδεῖν: ἀόρ. β΄ τοῦ καθοράω.

Greek Monotonic

κατιδεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατεῖδον· Μέσ., απαρ. αορ. βʹ κατιδέσθαι.