Κιμωλία: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />de Kimolos.<br />'''Étymologie:''' [[Κίμωλος]]. | |btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />de Kimolos.<br />'''Étymologie:''' [[Κίμωλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Κῐμωλία:''' (ενν. <i>γῆ</i>), <i>ἡ</i>, το [[έδαφος]] της Κιμώλου, [[λευκός]] [[πηλός]] από την Κίμωλο Κυκλάδων, ο [[οποίος]] χρησιμοποιούνταν ως [[εναλλακτικός]] του σαπουνιού, στα λουτρά, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
Κῐμωλία: (δηλ. γῆ), ἡ, λευκὸν χῶμα ἢ «πηλός», ἐκ τῆς Κιμώλου, νήσου τῶν Κυκλάδων, περιέχων στοιχεῖα σόδας· ἦτο δὲ ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος ἐν τοῖς λουτροῖς καὶ τοῖς κουρείοις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713, πρβλ. Στράβ. 484, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
de Kimolos.
Étymologie: Κίμωλος.
Greek Monotonic
Κῐμωλία: (ενν. γῆ), ἡ, το έδαφος της Κιμώλου, λευκός πηλός από την Κίμωλο Κυκλάδων, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως εναλλακτικός του σαπουνιού, στα λουτρά, σε Αριστοφ.