κραταίλεως: Difference between revisions
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
(21) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραταίλεως]], -ων (Α)<br /> (για [[τόπο]]) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>λεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] «[[λίθος]]»)]. | |mltxt=[[κραταίλεως]], -ων (Α)<br /> (για [[τόπο]]) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>λεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] «[[λίθος]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρᾰταίλεως:''' -ων, γεν. <i>-ω</i> ([[λεῦς]] = [[λᾶς]]), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, [[βραχώδης]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω, (κραταιός, λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, βραχώδης, χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· πέδον Εὐρ. Ἠλ. 534.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
aux grosses ou fortes pierres, rocailleux.
Étymologie: κράτος, λᾶς.
Greek Monolingual
κραταίλεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -λεως (< λᾶας «λίθος»)].
Greek Monotonic
κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω (λεῦς = λᾶς), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, βραχώδης, τραχύς, σε Αισχύλ., Ευρ.