κυφαγωγός: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
(5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυφαγωγός]], -όν (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κυφαγωγὸς]] [[ἵππος]]» — [[ίππος]] που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυφός]] <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-[[αγωγός]], <i>χαλιν</i>-[[αγωγός]]]. | |mltxt=[[κυφαγωγός]], -όν (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κυφαγωγὸς]] [[ἵππος]]» — [[ίππος]] που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυφός]] <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-[[αγωγός]], <i>χαλιν</i>-[[αγωγός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῡφᾰγωγός:''' ὁ, αυτός που έχει [[χαμηλά]] το [[κεφάλι]] και καμπυλωτό το λαιμό, λέγεται για άλογα, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1539] ἵππ ος, ein Pferd, das den Hals vorgebogen trägt; Xen. de re equ. 7, 10; Poll. 1, 197.
Greek Monolingual
κυφαγωγός, -όν (Α)
φρ. «κυφαγωγὸς ἵππος» — ίππος που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + -αγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιππ-αγωγός, χαλιν-αγωγός].
Greek Monotonic
κῡφᾰγωγός: ὁ, αυτός που έχει χαμηλά το κεφάλι και καμπυλωτό το λαιμό, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.