λῷστος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(23)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λῷστος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[επιθυμητός]]<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[καλός]] («ᾦ λῷστε πῶλε», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[λῷστος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[επιθυμητός]]<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[καλός]] («ᾦ λῷστε πῶλε», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῷστος:''' -η, -ον, υπερθ. επίθ., βλ. λωΐων.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 76] att. = λώϊστος, superl. zu λωΐων, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λῷστος: -η, -ον, ἴδε ἐν λ. λωίων.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. *λῶϊς.

Greek Monolingual

λῷστος, -η, -ον (Α)
1. πάρα πολύ επιθυμητός
2. πάρα πολύ καλός («ᾦ λῷστε πῶλε», Πλάτ.).

Greek Monotonic

λῷστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ., βλ. λωΐων.