λωίων

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek (Liddell-Scott)

λωίων: ὁ, ἡ, λώιον, τό· Ἀττ. λῴων, λῷον, ὀνομ. καὶ αἰτ. οὐδ. πληθ. λῴω (ἀντὶ λῴονα) Αἰσχύλ. Πέρσ. 1079, Πλάτ. Φίληβ. 11Β· αἰτ. πληθ. λῴους ἀντὶ λῴονας) Σοφ. Τρ. 736, οὐδ. λώια Θεόκρ. 26. 32· (πιθ. ἐκ τοῦ λάω Β, λῶ)· - εὐαρεστότερος, ἐπιθυμητότερος, καὶ (καθόλου) καλλίτερος, Ὅμ. μόνον κατ’ οὐδ., τόδε λώιόν ἐστι, πολὺ λ. ἐστι Ἰλ. Α. 229, Ὀδ. Β. 169, κτλ.· δόμεναι καὶ λώιον Ρ. 417· καὶ ὡς ἐπίρρ., λώιον γνώσεσθαι Ψ. 109· μετρεῖσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 348· ἀλλὰ οὐκ ἄλλη... τῆσδε λωίων γυνὴ Σιμων. Ἰαμβ. 6. 30· - εὑρίσκομεν προσέτι καὶ ἕτερον συγκρ. λωίτερος, ον, ὡσαύτως ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδ., λωίτερον καὶ ἄμεινον Ὀδ. Α. 376., Β. 141· ἀρσεν. ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 186, 850, κτλ.· παρ’ Εὐστ. ὡσαύτως λῳότερος, Ἰακωψ. Α. Π. σ. 75. ― Παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, λῴων ἦτο ἐν χρήσει καθόλου ὡς συγκρ. τοῦ ἀγαθός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 526, κτλ.· φρόνησιν λαβεῖν λῴω αὐτόθι 1079· λῷον φρονεῖν Σοφ. Ο.Τ. 1038 λῴους φρένας ἀμείψασθαι ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 736· βίου λῴονος κυρῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 1513· εἰς τὸ λῷον σὸν μεθέστηκεν κέαρ Εὐρ. Μήδ. 911· ἀμείνω καὶ λῴω ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 11Β· λ. καὶ ἄμεινον Ξεν. Ἀν. 5. 10, 15. ΙΙ. Ὑπερθ. λᾤστος, η, ον, Θέογν. 96. 255, καὶ Ἀττ.· λῷστον δὲ τὸ ζῆν ἄνοσον Σοφ. Ἀποσπ. 326· τὰ λῷστα βουλέυειν Αἰσχύλ. Πρ. 204, κτλ.· παραινέσαι τὰ λ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 105. 3· ὦ λῷστε, ὦ καλέ μου φίλε, ὡς τὸ ὦ βέλτιστε, Πλάτ. Γοργ. 467Β, Ξενοφ. Συμπ. 4. 1, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λώϊστα· συμφέροντα, ἄριστα».

Greek Monolingual

λωΐων, λώιον και λωίτερος, -έρα, -ον, αττ. τ. λῴων, λῷον (Α)
1. ευαρεστότερος, επιθυμητότερος («τόδε λώιόν ἐστι», Ομ. Οδ.)
2. καλύτερος («εἴ τι δὴ λῷον πέλοι», Αισχύλ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) λώϊον
καλύτερα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώϊον
μέτρο όγκου για τη μέτρηση χωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γεγονός ότι το ουδ. λώϊον μαρτυρείται χρονικά πιο πριν από ό,τι το αρσ. λωΐων οδήγησε στο να διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. λώϊον ήταν αρχικά το ουδ. ενός επιθέτου λώϊος «ωραίος, ωφέλιμος, χρήσιμος, αίσιος» (το επίθετο είναι σπάνιο), το οποίο εκ τών υστέρων χρησιμοποιήθηκε ως συγκριτικό, δημιουργώντας αναλογικά το αρσ. λωΐων. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο τ. λώϊον συνδέεται με τον τ. λῆμα «τόλμη, ανδρεία» και με ένα αμάρτυρο Fλώιος «επιθυμητός» < θ. Fλη- του ρ. λῶ, λῆν «θέλω, επιθυμώ» (πρβλ. λῶ). Παρ' όλα αυτά, η ετυμολ. του συγκριτικού τ. , ἡ λῴων, το λῷον παραμένει αβέβαιη, καθώς έχει διατυπωθεῖ και η άποψη ὅτι το θέμα του τ. είναι αρχικό και πρωτόθετο].

Middle Liddell

λωίων, ονος, [from λάω 2, λῶ]
I. more desirable, more agreeable, and (generally) better, τόδε λώιόν ἐστι Hom.; and as adv. better, Od.:—we also find a comp. λωΐτερος, ον, in neut., λωίτερον καὶ ἄμεινον Od.—In Attic λῴων was used as comp. of ἀγαθός.
II. Sup. λῷστος, η, ον Theogn., Attic; τὰ λῷστα βουλεύειν Aesch.; ὦ λῷστε my good friend, Plat.