μετακινητός: Difference between revisions
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut déplacer <i>ou</i> changer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μετακινέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut déplacer <i>ou</i> changer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μετακινέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετακῑνητός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.
Greek Monotonic
μετακῑνητός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.