μετακινητός: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut déplacer <i>ou</i> changer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μετακινέω]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut déplacer <i>ou</i> changer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μετακινέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετακῑνητός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῑνητός Medium diacritics: μετακινητός Low diacritics: μετακινητός Capitals: ΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: metakinētós Transliteration B: metakinētos Transliteration C: metakinitos Beta Code: metakinhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.

Greek (Liddell-Scott)

μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.

Greek Monotonic

μετακῑνητός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.