Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυξωτῆρες: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_15)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυξωτῆρες''': οἱ, οἱ μυκτῆρες, οἱ ῥώθωνες, Λατ. nares, Ἡρόδ. 2. 86, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 127· σπάνιον ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἱππ. 468. 8· - μυξητήρ, παρὰ Γαληνῷ.
|lstext='''μυξωτῆρες''': οἱ, οἱ μυκτῆρες, οἱ ῥώθωνες, Λατ. nares, Ἡρόδ. 2. 86, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 127· σπάνιον ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἱππ. 468. 8· - μυξητήρ, παρὰ Γαληνῷ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυξωτῆρες:''' οἱ, τα ρουθούνια, Λατ. [[nares]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυξωτῆρες Medium diacritics: μυξωτῆρες Low diacritics: μυξωτήρες Capitals: ΜΥΞΩΤΗΡΕΣ
Transliteration A: myxōtē̂res Transliteration B: myxōtēres Transliteration C: myksotires Beta Code: mucwth=res

English (LSJ)

οἱ,

   A nostrils, Hdt.2.86, Dsc.1.54, S.E.P.1.127: rare in sg., Hp.Morb.2.19 (s. v.l.), Dsc.Eup.1.7, Antyll. ap. Orib.8.13.4.

Greek (Liddell-Scott)

μυξωτῆρες: οἱ, οἱ μυκτῆρες, οἱ ῥώθωνες, Λατ. nares, Ἡρόδ. 2. 86, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 127· σπάνιον ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἱππ. 468. 8· - μυξητήρ, παρὰ Γαληνῷ.

Greek Monotonic

μυξωτῆρες: οἱ, τα ρουθούνια, Λατ. nares, σε Ηρόδ.