μυξωτῆρες: Difference between revisions
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(6_15) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυξωτῆρες''': οἱ, οἱ μυκτῆρες, οἱ ῥώθωνες, Λατ. nares, Ἡρόδ. 2. 86, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 127· σπάνιον ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἱππ. 468. 8· - μυξητήρ, παρὰ Γαληνῷ. | |lstext='''μυξωτῆρες''': οἱ, οἱ μυκτῆρες, οἱ ῥώθωνες, Λατ. nares, Ἡρόδ. 2. 86, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 127· σπάνιον ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἱππ. 468. 8· - μυξητήρ, παρὰ Γαληνῷ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μυξωτῆρες:''' οἱ, τα ρουθούνια, Λατ. [[nares]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
οἱ,
A nostrils, Hdt.2.86, Dsc.1.54, S.E.P.1.127: rare in sg., Hp.Morb.2.19 (s. v.l.), Dsc.Eup.1.7, Antyll. ap. Orib.8.13.4.
Greek (Liddell-Scott)
μυξωτῆρες: οἱ, οἱ μυκτῆρες, οἱ ῥώθωνες, Λατ. nares, Ἡρόδ. 2. 86, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 127· σπάνιον ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἱππ. 468. 8· - μυξητήρ, παρὰ Γαληνῷ.
Greek Monotonic
μυξωτῆρες: οἱ, τα ρουθούνια, Λατ. nares, σε Ηρόδ.