νᾶας: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(26)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νάας]] και νάς, ὁ (Α)<br />[[φίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. εβρ. προέλευσης].
|mltxt=[[νάας]] και νάς, ὁ (Α)<br />[[φίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. εβρ. προέλευσης].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νᾶας:''' Δωρ. αιτ. πληθ. του [[ναῦς]].
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾶας Medium diacritics: νᾶας Low diacritics: νάας Capitals: ΝΑΑΣ
Transliteration A: nâas Transliteration B: naas Transliteration C: naas Beta Code: na=as

English (LSJ)

Dor. acc. pl. of ναῦς (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

νᾶας: Δωρ. αἰτ. πληθ. τοῦ ναῦς, Θεόκρ. 7. 152., 22. 17.

Greek Monolingual

νάας και νάς, ὁ (Α)
φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. εβρ. προέλευσης].

Greek Monotonic

νᾶας: Δωρ. αιτ. πληθ. του ναῦς.