μουνογενής: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μουνογενής]], -ές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μονογενής]]. | |mltxt=[[μουνογενής]], -ές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μονογενής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μουνογενής:''' -γονος, -λιθος, -μήτωρ, -[[τόκος]], [[μουνόω]], Ιων. αντί <i>μον-</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.
Greek (Liddell-Scott)
μουνογενής: -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μονογενής.
Greek Monolingual
μουνογενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.
Greek Monotonic
μουνογενής: -γονος, -λιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, Ιων. αντί μον-.