παιδολύμας: Difference between revisions
From LSJ
παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
(6_3) |
(5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιδολύμας''': [ῡ], ου, ὁ, ([[λύμη]]) ὁ καταστρέφων τέκνα, ἁ. π. Θεστιὰς Αἰσχύλ. Χο. 605· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] τὸ οὐσιαστ. [[εἶναι]] θηλ., ὁ Dind. διορθοῖ παιδολυμάς, άδος, ἡ, πρβλ. [[ἐρικύμων]]. | |lstext='''παιδολύμας''': [ῡ], ου, ὁ, ([[λύμη]]) ὁ καταστρέφων τέκνα, ἁ. π. Θεστιὰς Αἰσχύλ. Χο. 605· ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] τὸ οὐσιαστ. [[εἶναι]] θηλ., ὁ Dind. διορθοῖ παιδολυμάς, άδος, ἡ, πρβλ. [[ἐρικύμων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παιδολύμας:''' [ῡ], -ου, ὁ, αυτός που καταστρέφει τα [[παιδιά]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 00:52, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 441] ὁ, Kinder verderbend; bei Aesch. Ch. 596 ἡ Θεστιάς.
Greek (Liddell-Scott)
παιδολύμας: [ῡ], ου, ὁ, (λύμη) ὁ καταστρέφων τέκνα, ἁ. π. Θεστιὰς Αἰσχύλ. Χο. 605· ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ οὐσιαστ. εἶναι θηλ., ὁ Dind. διορθοῖ παιδολυμάς, άδος, ἡ, πρβλ. ἐρικύμων.
Greek Monotonic
παιδολύμας: [ῡ], -ου, ὁ, αυτός που καταστρέφει τα παιδιά, σε Αισχύλ.