πρέμνοθεν: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(34)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πρεμνόθεν]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από το κατώτερο [[μέρος]] του κορμού, από τη [[ρίζα]]<br /><b>2.</b> ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς<br /><b>3.</b> από τον πάτο, από το [[βάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρέμνον]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλευρό]]-<i>θεν</i>)].
|mltxt=και [[πρεμνόθεν]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από το κατώτερο [[μέρος]] του κορμού, από τη [[ρίζα]]<br /><b>2.</b> ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς<br /><b>3.</b> από τον πάτο, από το [[βάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρέμνον]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλευρό]]-<i>θεν</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρέμνοθεν:''' επίρρ., από τον κορμό, δηλ. από τη [[ρίζα]] και τα κλαριά, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέμνοθεν Medium diacritics: πρέμνοθεν Low diacritics: πρέμνοθεν Capitals: ΠΡΕΜΝΟΘΕΝ
Transliteration A: prémnothen Transliteration B: premnothen Transliteration C: premnothen Beta Code: pre/mnoqen

English (LSJ)

or πρεμν-όθεν, Adv.

   A from the stump, i. e. utterly, cj. for πρυμνόθεν, A. Th. 71, 1061 (anap.); from the bottom, cj. in Call.Del.35.

Greek (Liddell-Scott)

πρέμνοθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ πρέμνου, ἀπὸ τοῦ κατωτάτου τοῦ κορμοῦ, ἐκ ῥίζης, δηλ. ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς· ἡ γραφὴ αὕτη ἐγένετο γενικῶς δεκτὴ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 71. 1056, ἀντὶ τῆς τῶν Ἀντιγράφων πρύμνοθεν.

Greek Monolingual

και πρεμνόθεν Α
επίρρ.
1. από το κατώτερο μέρος του κορμού, από τη ρίζα
2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς
3. από τον πάτο, από το βάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πλευρό-θεν)].

Greek Monotonic

πρέμνοθεν: επίρρ., από τον κορμό, δηλ. από τη ρίζα και τα κλαριά, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.