πρωτόβολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(35)
(6)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>βολος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>βολος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρωτόβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που χτυπιέται [[πρώτος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pousse le premier ou la première fois;
2 qui pousse ses premières dents en parl. d’un cheval.
Étymologie: πρῶτος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Greek Monotonic

πρωτόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπιέται πρώτος, σε Ευρ.