συνωριαστής: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που οδηγεί [[συνωρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνωρίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαστής</i> μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>συνωριάζω</i>]. | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που οδηγεί [[συνωρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνωρίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαστής</i> μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>συνωριάζω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνωριαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί [[συνωρίδα]] ([[συνωρίς]]), [[αμαξηλάτης]] σε [[άμαξα]] [[δύο]] αλόγων, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
conducteur d’un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που οδηγεί συνωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, -ίδος + κατάλ. -ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. συνωριάζω].
Greek Monotonic
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί συνωρίδα (συνωρίς), αμαξηλάτης σε άμαξα δύο αλόγων, σε Λουκ.