βακχευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(7)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βακχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[βακχεύω]]<br />όποιος επιδίδεται σε διονυσιακά όργια.
|mltxt=[[βακχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[βακχεύω]]<br />όποιος επιδίδεται σε διονυσιακά όργια.
}}
{{elru
|elrutext='''βακχευτικός:''' Arst. = [[βακχεύσιμος]].
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 427] bacchantisch, Arist. pol. 8, 7, 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin aux fureurs bachiques.
Étymologie: βακχεύω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
predispuesto al delirio, báquico βακχευτικὸν μέθη ποιεῖ Arist.Pol.1342b26.

Greek Monolingual

βακχευτικός, -ή, -όν (Α) βακχεύω
όποιος επιδίδεται σε διονυσιακά όργια.

Russian (Dvoretsky)

βακχευτικός: Arst. = βακχεύσιμος.