προστόμιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6_21) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προστόμιον''': τό, [[στόμιον]], [[κυρίως]] ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. [[προστόμιον]] ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων [[συμβολή]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 90. | |lstext='''προστόμιον''': τό, [[στόμιον]], [[κυρίως]] ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. [[προστόμιον]] ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων [[συμβολή]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 90. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προστόμιον:''' τό устье (προστόμια Νείλου Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A mouth, esp. of a river, A.Supp.3 (anap., pl.). II joining of the lips, Ruf.Onom.41, Poll.2.90.
German (Pape)
[Seite 783] τό, die Mündung, Νείλου, Aesch. Suppl. 3.
Greek (Liddell-Scott)
προστόμιον: τό, στόμιον, κυρίως ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. προστόμιον ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων συμβολή» Πολυδ. Β΄, 90.
Russian (Dvoretsky)
προστόμιον: τό устье (προστόμια Νείλου Aesch.).