ἀπότευγμα: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(5)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπότευγμα]], το (Α) [[αποτυγχάνω]]<br />η [[αποτυχία]].
|mltxt=[[ἀπότευγμα]], το (Α) [[αποτυγχάνω]]<br />η [[αποτυχία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπότευγμα:''' ατος τό Arst., Diod., Plut. = [[ἀπότευξις]].
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότευγμα Medium diacritics: ἀπότευγμα Low diacritics: απότευγμα Capitals: ΑΠΟΤΕΥΓΜΑ
Transliteration A: apóteugma Transliteration B: apoteugma Transliteration C: apotevgma Beta Code: a)po/teugma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A failure, Arist.VV1251b20, Phld.Rh.1.67S., Vit.p.35J., D.S.1.1, Cic.Att.13.27.1, etc.

German (Pape)

[Seite 330] τό, das verfehlte Unternehmen, unglücklicher Ausgang, Cic. fam. 9, 21 Att. 13, 27 D. Sic. 1, 1 Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότευγμα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ κακ. 7.5, Διόδ. 1. 1, Κικ. π. Ἀττ. 13. 27.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fallo, desacierto, fracaso, ἀπότευγμα δὲ ὁτιοῦν ἀτυχίαν κρίνειν μεγάλην pero que cualquier fallo lo juzgan una gran desgracia Arist.VV 1251b20, ἀπότευγμα formido e.e. temo el fracaso Cic.QF 3.2.2, cf. Att.298.1, ἀλλοτρίων ἀποτευγμάτων ... δίδασκαλία D.S.1.1, ἀπότευγμα τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου fallo de la naturaleza humana M.Ant.4.49, ἐπιτεύγματα καὶ ἀ. Phld.Rh.2.119Aur., cf. 2.131Aur., op. κατορθώματα Phld.Vit.p.35, cf. Plu.2.468a.

Greek Monolingual

ἀπότευγμα, το (Α) αποτυγχάνω
η αποτυχία.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότευγμα: ατος τό Arst., Diod., Plut. = ἀπότευξις.