κύναρος: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(22)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύναρος]], ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κύναρος]] [[ἄκανθα]]» — [[αγκινάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κυνάρα]]].
|mltxt=[[κύναρος]], ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κύναρος]] [[ἄκανθα]]» — [[αγκινάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κυνάρα]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κύνᾰρος:''' [[ἄκανθα]] (ῠ) ἡ Soph. = [[κυνάκανθα]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1531] s. κυνάρα.

Greek Monolingual

κύναρος, ἡ (Α)
φρ. «κύναρος ἄκανθα» — αγκινάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κυνάρα].

Russian (Dvoretsky)

κύνᾰρος: ἄκανθα (ῠ) ἡ Soph. = κυνάκανθα.