Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
Full diacritics: κύναρος | Medium diacritics: κύναρος | Low diacritics: κύναρος | Capitals: ΚΥΝΑΡΟΣ |
Transliteration A: kýnaros | Transliteration B: kynaros | Transliteration C: kynaros | Beta Code: ku/naros |
[Seite 1531] s. κυνάρα.
κύναρος, ἡ (Α)
φρ. «κύναρος ἄκανθα» — αγκινάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κυνάρα].