κύναρος

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύναρος Medium diacritics: κύναρος Low diacritics: κύναρος Capitals: ΚΥΝΑΡΟΣ
Transliteration A: kýnaros Transliteration B: kynaros Transliteration C: kynaros Beta Code: ku/naros

English (LSJ)

ἄκανθα, = κυνάρα.

German (Pape)

[Seite 1531] s. κυνάρα.

Greek Monolingual

κύναρος, ἡ (Α)
φρ. «κύναρος ἄκανθα» — αγκινάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κυνάρα].

Russian (Dvoretsky)

κύνᾰρος: ἄκανθα (ῠ) ἡ Soph. = κυνάκανθα.