νοσημάτιον: Difference between revisions
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(27) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νοσημάτιον]], τὸ (Α) [[νόσημα]]<br />[[νόσος]] ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια. | |mltxt=[[νοσημάτιον]], τὸ (Α) [[νόσημα]]<br />[[νόσος]] ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοσημάτιον:''' (ᾰ) τό легкое заболевание, недомогание Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of νόσημα, Ar.Fr.90.
Greek (Liddell-Scott)
νοσημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νόσημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 64.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maladie légère, indisposition.
Étymologie: νόσημα.
Greek Monolingual
νοσημάτιον, τὸ (Α) νόσημα
νόσος ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια.
Russian (Dvoretsky)
νοσημάτιον: (ᾰ) τό легкое заболевание, недомогание Arst.