ποταμείβομαι: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(33)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[προσαμείβομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πότ</i>, συγκεκομμένος τ. του [[ποτί]] <span style="color: red;">+</span> <i>αμείβομαι</i>].
|mltxt=Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[προσαμείβομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πότ</i>, συγκεκομμένος τ. του [[ποτί]] <span style="color: red;">+</span> <i>αμείβομαι</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ποτᾰμείβομαι:''' дор. Theocr. = [[προσαμείβομαι]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ποταμείβομαι: Δωρ. = προσαμείβομαι, Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.

French (Bailly abrégé)

dor. c. προσαμείβομαι.
Étymologie: dor. ποτί=πρός, ἀμείβομαι.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσαμείβομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + αμείβομαι].

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμείβομαι: дор. Theocr. = προσαμείβομαι.