συνοικείωσις: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_11) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοικείωσις''': ἡ, τὸ συνοικειοῦν, συνάπτειν, [[συνδυασμός]], ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, Πτολ. Τετράβ. 1, σ. 50, κτλ. 2) [[σχῆμα]] ῥητορικόν, δι’ οὗ ἑτερογενῆ πράγματα συνδέονται ἢ ἀποδίδονται εἰς τὸ αὐτὸ [[πρόσωπον]], Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 4, 1, Rutil. Lup. 2. 9, Quintil, 9. 3, 64. | |lstext='''συνοικείωσις''': ἡ, τὸ συνοικειοῦν, συνάπτειν, [[συνδυασμός]], ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, Πτολ. Τετράβ. 1, σ. 50, κτλ. 2) [[σχῆμα]] ῥητορικόν, δι’ οὗ ἑτερογενῆ πράγματα συνδέονται ἢ ἀποδίδονται εἰς τὸ αὐτὸ [[πρόσωπον]], Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 4, 1, Rutil. Lup. 2. 9, Quintil, 9. 3, 64. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνοικείωσις:''' εως ἡ досл. сближение, рит. связывание, сочетание (μὴ προσόντων Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A binding together, bringing into combination, in Astrol. sense, Ptol.Tetr.50, Cat.Cod.Astr.1.114. 2 a figure in Rhetoric, whereby heterogeneous things were combined or attributed to one person. Arist.Rh.Al.1425b38, Rutil.2.9, Quint.Inst.9.3.64. 3 allegorical identification, in pl., Phld.Piet.14, 15.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικείωσις: ἡ, τὸ συνοικειοῦν, συνάπτειν, συνδυασμός, ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, Πτολ. Τετράβ. 1, σ. 50, κτλ. 2) σχῆμα ῥητορικόν, δι’ οὗ ἑτερογενῆ πράγματα συνδέονται ἢ ἀποδίδονται εἰς τὸ αὐτὸ πρόσωπον, Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 4, 1, Rutil. Lup. 2. 9, Quintil, 9. 3, 64.
Russian (Dvoretsky)
συνοικείωσις: εως ἡ досл. сближение, рит. связывание, сочетание (μὴ προσόντων Arst.).