ἐνικάτθεο: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(4) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνικάτθεο:''' ἐνικάτθετο, Επικ. αντί <i>ἐγκαταθοῦ</i>, <i>ἐγκατέθετο</i> και βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ἐγκατατίθημι]]. | |lsmtext='''ἐνικάτθεο:''' ἐνικάτθετο, Επικ. αντί <i>ἐγκαταθοῦ</i>, <i>ἐγκατέθετο</i> και βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ἐγκατατίθημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνικάτθεο:''' Hes. 2 л. sing. imper. к [[ἐγκατατίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἐνι-κάτθετο, Ep. aor. 2 of ἐγκατατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Ἐπικ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἐγκατατίθημι.
Greek Monotonic
ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Επικ. αντί ἐγκαταθοῦ, ἐγκατέθετο και βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ἐγκατατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνικάτθεο: Hes. 2 л. sing. imper. к ἐγκατατίθημι.