περιδώμεθον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
(5) |
(3b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιδώμεθον:''' αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του [[περιδίδωμι]]. | |lsmtext='''περιδώμεθον:''' αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του [[περιδίδωμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιδώμεθον:''' эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к [[περιδίδομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
περιδώμεθον: ἴδε ἐν λ. περιδίδωμι.
French (Bailly abrégé)
ao.2 duel de περιδίδομαι.
English (Autenrieth)
see περιδίδωμι.
Greek Monotonic
περιδώμεθον: αʹ δυϊκ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του περιδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
περιδώμεθον: эп. 1 л. dual. aor. 2 conjct. к περιδίδομαι.