μαινόλις: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαινόλις:''' θηλ. του [[μαινόλης]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μαινόλις:''' θηλ. του [[μαινόλης]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαινόλις:''' ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая ([[διάνοια]] Aesch.; [[ἀσέβεια]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

μαινόλις: θηλ. τοῦ μαινόλης, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ιδος ; acc. ιν;
adj. f.
c. μαινόλης.

Greek Monotonic

μαινόλις: θηλ. του μαινόλης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μαινόλις: ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая (διάνοια Aesch.; ἀσέβεια Eur.).