προτρυγητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>αστρον.</b> [[αστέρας]] [[προς]] τα [[δεξιά]] του αστερισμού της Παρθένου, που ανατέλλει λίγο [[πριν]] από τον τρυγητή, αλλ. [[τρυγητήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρυγητήρ]] (<span style="color: red;"><</span> τρυγῶ)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>αστρον.</b> [[αστέρας]] [[προς]] τα [[δεξιά]] του αστερισμού της Παρθένου, που ανατέλλει λίγο [[πριν]] από τον τρυγητή, αλλ. [[τρυγητήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρυγητήρ]] (<span style="color: red;"><</span> τρυγῶ)].
}}
{{elru
|elrutext='''προτρῠγητήρ:''' ῆρος ὁ [[τρυγάω]] (sc. [[ἀστήρ]]) предуборочная звезда (справа от созвездия Девы, восходящая незадолго до сбора винограда) Plut.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτρυγητήρ Medium diacritics: προτρυγητήρ Low diacritics: προτρυγητήρ Capitals: ΠΡΟΤΡΥΓΗΤΗΡ
Transliteration A: protrygētḗr Transliteration B: protrygētēr Transliteration C: protrygitir Beta Code: protrughth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A harbinger of the vintage, name of the star Vindemiatrix (ε Virginis), interpol. in Arat.138, cf. Hipparch.2.5.5, 3.1.4, Gem.3.6, Ptol.Tetr.24: pl., Plu. 2.308a.

Greek (Liddell-Scott)

προτρῠγητήρ: ῆρος, ὁ, ἀστὴρ πρὸς τὰ δεξιὰ τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς Παρθένου ἀνατέλλων ὀλίγον πρὸ τοῦ τρυγητοῦ, καλούμενος καὶ ἁπλῶς τρυγητήρ, vindemiator, Ἄρατ. 137, Πλούτ. 2. 308Α· ― προτρῠγητής, οῦ, Πτολ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
étoile au nord du signe de la Vierge, qui annonce l’époque de la vendange.
Étymologie: πρό, τρυγάω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αστρον. αστέρας προς τα δεξιά του αστερισμού της Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τρυγητήρ (< τρυγῶ)].

Russian (Dvoretsky)

προτρῠγητήρ: ῆρος ὁ τρυγάω (sc. ἀστήρ) предуборочная звезда (справа от созвездия Девы, восходящая незадолго до сбора винограда) Plut.