βοῖ: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(3)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοῖ:''' όπως το [[αἰβοῖ]], επιφών. αποστροφής, δυσαρέσκειας, περιφρόνησης, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βοῖ:''' όπως το [[αἰβοῖ]], επιφών. αποστροφής, δυσαρέσκειας, περιφρόνησης, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βοῖ:''' interj. - только в выраж. αἰβοῖβοι (см. [[αἰβοῖ]]).
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 452] Interjection, αἰβοῖ βοῖ Ar. Pax 1031, von höhnischem Lachen.

Greek (Liddell-Scott)

βοῖ: ὡς τὸ αἰβοῖ, ἐπιφώνημα δυσαρεσκείας ἢ περιφρονήσεως, οὔφ! Ἀριστοφ. Εἰρ. 1066.

Greek Monotonic

βοῖ: όπως το αἰβοῖ, επιφών. αποστροφής, δυσαρέσκειας, περιφρόνησης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βοῖ: interj. - только в выраж. αἰβοῖβοι (см. αἰβοῖ).