μαντική: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(24)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μαντική]])<br />η [[τέχνη]] του μάντη, η [[ικανότητα]] να προλέγει [[κάποιος]] τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου [[μαντικός]].
|mltxt=η (Α [[μαντική]])<br />η [[τέχνη]] του μάντη, η [[ικανότητα]] να προλέγει [[κάποιος]] τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου [[μαντικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαντική:''' ἡ (sc. [[τέχνη]]) Her., Plat., Trag. = [[μαντευτική]].
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Greek Monolingual

η (Α μαντική)
η τέχνη του μάντη, η ικανότητα να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου μαντικός.

Russian (Dvoretsky)

μαντική: ἡ (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική.