διποδία: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διποδία]])<br /><b>1.</b> το να έχει [[κανείς]] δύο πόδια<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> η [[ένωση]] δύο μετρικών ποδιών σ' ένα κώλο, [[μέτρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διποδισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] χορού τών Λακεδαιμονίων.
|mltxt=η (AM [[διποδία]])<br /><b>1.</b> το να έχει [[κανείς]] δύο πόδια<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> η [[ένωση]] δύο μετρικών ποδιών σ' ένα κώλο, [[μέτρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διποδισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] χορού τών Λακεδαιμονίων.
}}
{{elru
|elrutext='''διποδία:''' ἡ<b class="num">1)</b> двуногость (ἀνθρώπου ἢ ὄρνιθος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> стих. диподия, сочетание двух стоп;<br /><b class="num">3)</b> диподия (лаконская пляска).
}}
}}

Revision as of 08:30, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διποδία Medium diacritics: διποδία Low diacritics: διποδία Capitals: ΔΙΠΟΔΙΑ
Transliteration A: dipodía Transliteration B: dipodia Transliteration C: dipodia Beta Code: dipodi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A two-footedness, Arist.PA643a3, Plot.6.3.5.    II a Lacedaemonian dance, Cratin.162.    III in Metric, combination of two feet, Anon.Oxy. 220 viii 1, Heph.4.3, Aristid.Quint.1.24, etc.

Greek (Liddell-Scott)

διποδία: ἡ, τὸ ἔχειν δύο πόδας, Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 3, 4. ΙΙ. ὄρχησις Λακωνική, Κρατῖν. Πλούτ. 5. ΙΙΙ. ἕνωσις δύο ποδῶν εἰς ἓν μέτρον, ὡς ἐν τοῖς ἰάμβοις, Λογγῖν. Ἀποσπ. 3. 7, κτλ.

Spanish (DGE)

(δῐποδία) -ας, ἡ
1 hecho de ser bípedo Arist.PA 643a3, Plot.6.3.5.
2 cierto baile laconio, Cratin.173, Poll.4.101, Hsch.
3 longitud de dos pies, IAE 51.8, 13 (III a.C.).
4 métr. dipodia, combinación de dos pies Anon. en POxy.220.8.1, Heph.4.3, Aristid.Quint.48.10, Sch.Pi.O.13T.

Greek Monolingual

η (AM διποδία)
1. το να έχει κανείς δύο πόδια
2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ' ένα κώλο, μέτρο
νεοελλ.
διποδισμός
αρχ.
είδος χορού τών Λακεδαιμονίων.

Russian (Dvoretsky)

διποδία:1) двуногость (ἀνθρώπου ἢ ὄρνιθος Arst.);
2) стих. диподия, сочетание двух стоп;
3) диподия (лаконская пляска).