ῥυσόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_1)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῡσόομαι''': (ῥυσὸς) Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] ῥυτιδωτός, πληροῦμαι ῥυτίδων, «ζαρώνω», δέρμα Ἀριστ. Προβλ. 24. 10, 2· ἐπὶ καρπῶν, Διοσκ. 3. 12. - Τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Ἱππιατρ. 48, 23.
|lstext='''ῥῡσόομαι''': (ῥυσὸς) Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] ῥυτιδωτός, πληροῦμαι ῥυτίδων, «ζαρώνω», δέρμα Ἀριστ. Προβλ. 24. 10, 2· ἐπὶ καρπῶν, Διοσκ. 3. 12. - Τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Ἱππιατρ. 48, 23.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῡσόομαι:''' сморщиваться, покрываться морщинами (τὸ [[δέρμα]] ῥυσοῦται Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσόομαι: (ῥυσὸς) Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ῥυτιδωτός, πληροῦμαι ῥυτίδων, «ζαρώνω», δέρμα Ἀριστ. Προβλ. 24. 10, 2· ἐπὶ καρπῶν, Διοσκ. 3. 12. - Τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Ἱππιατρ. 48, 23.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡσόομαι: сморщиваться, покрываться морщинами (τὸ δέρμα ῥυσοῦται Arst.).