προδιομολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προδιομολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμφωνώ]] εκ των προτέρων — Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε Αριστ.
|lsmtext='''προδιομολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμφωνώ]] εκ των προτέρων — Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''προδιομολογέομαι:''' <b class="num">1)</b> предварительно соглашаться, приходить к соглашению Arst.: κατοψόμεθα [[ῥᾷον]], προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε Plat. мы легче поймем (это), столковавшись вот насчет чего;<br /><b class="num">2)</b> ранее признаваться: προδιωμολογημένα Plat. заранее признанное; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω (ὅτι) Arst. заранее нужно согласиться с тем (что).
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιομολογέομαι Medium diacritics: προδιομολογέομαι Low diacritics: προδιομολογέομαι Capitals: ΠΡΟΔΙΟΜΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prodiomologéomai Transliteration B: prodiomologeomai Transliteration C: prodiomologeomai Beta Code: prodiomologe/omai

English (LSJ)

   A agree in allowing beforehand, Pl.Ti.78a, Arist. Top.108b15; π. τινί c. inf., D.C.38.14; π. ἵνα . . Id.62.21:—Pass., προδιωμολογημένα points conceded on both sides beforehand, v.l. for προσ- in Pl.Sph.241a; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Arist.EN1103b34; τούτου -ομολογηθέντος Ph.1.431.

Greek (Liddell-Scott)

προδιομολογέομαι: ἀποθ., συμφωνῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Τίμ. 78Α, Ἀριστ. Τοπ. 1, 18, 6· π. τινι, μετ’ ἀπαρ., Δίων Κ. 38. 14· πρ. ἵνα... ὁ αὐτ. 62. 21. ― Παθ., προδιωμολογημένα, προσυμπεφωνημένα, Πλάτ. Σοφ. 241Α· ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 3. ― Ρημ. ἐπίθ., προδιομολογητέον, πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
convenir auparavant ; ἵνα que ; Pass. être convenu.
Étymologie: πρό, διά, ὁμολογέω.

Greek Monotonic

προδιομολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμφωνώ εκ των προτέρων — Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

προδιομολογέομαι: 1) предварительно соглашаться, приходить к соглашению Arst.: κατοψόμεθα ῥᾷον, προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε Plat. мы легче поймем (это), столковавшись вот насчет чего;
2) ранее признаваться: προδιωμολογημένα Plat. заранее признанное; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω (ὅτι) Arst. заранее нужно согласиться с тем (что).