εὐίσχιος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐίσχιος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία ισχία, ωραίους γλουτούς (α. «Μηνοφίλαν εὐίσχιον» β. «εὐίσχιοι βόες»).
|mltxt=[[εὐίσχιος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία ισχία, ωραίους γλουτούς (α. «Μηνοφίλαν εὐίσχιον» β. «εὐίσχιοι βόες»).
}}
{{elru
|elrutext='''εὐίσχιος:''' с прекрасными бедрами (sc. [[παρθένος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐίσχιος Medium diacritics: εὐίσχιος Low diacritics: ευίσχιος Capitals: ΕΥΙΣΧΙΟΣ
Transliteration A: euíschios Transliteration B: euischios Transliteration C: evischios Beta Code: eu)i/sxios

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful hips, γυνή Inscr.Prien.317, cf. AP5.115 (Marc. Arg.); of a horse, with fine quarters, Hippiatr.115; βόες Hsch. s.v. κάμινοι.

German (Pape)

[Seite 1073] mit schönen Hüften, M. Arg. 1 (V, 116).

Greek (Liddell-Scott)

εὐίσχιος: -ον, ἔχων καλὰ ἰσχία, Ἀνθ. Π. 5. 116.

Greek Monolingual

εὐίσχιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία ισχία, ωραίους γλουτούς (α. «Μηνοφίλαν εὐίσχιον» β. «εὐίσχιοι βόες»).

Russian (Dvoretsky)

εὐίσχιος: с прекрасными бедрами (sc. παρθένος Anth.).