τοξεία: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(41) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[τοξεύω]]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> <b>(περιλπτ.)</b> το στρατιωτικό [[σώμα]] τών τοξοτών, οι τοξότες<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τοξεῑαι</i>- τα τόξα. | |mltxt=ἡ, Α [[τοξεύω]]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> <b>(περιλπτ.)</b> το στρατιωτικό [[σώμα]] τών τοξοτών, οι τοξότες<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τοξεῑαι</i>- τα τόξα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοξεία:''' ἡ стрельба из лука Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A archery, OGI339.37 (Sestos, ii B. C., pl.), D.S. 3.8, 5.74, Str.16.4.10, Ph.2.158 (pl.), J.AJ1.3.8, Hld.9.3 (pl.). II collective for οἱ τοξόται, force of archers, Philostr.VA8.7: pl., bows, J.AJ5.5.4.
German (Pape)
[Seite 1128] ἡ, das Schießen mit dem Bogen, die Kunst zu schießen, D. C. 75, 11, öfter. – Bei Philostr. auch collectiv = οἱ τοξόται.
Greek (Liddell-Scott)
τοξεία: τὸ τοξεύειν διὰ τοῦ τόξου, ἡ τέχνη τοῦ τοξότου, Διόδ. 3. 8., 5. 74. ΙΙ. περιληπτικὸν ἀντὶ τοῦ οἱ τοξόται, ἡ ἐκ τοξοτῶν δύναμις, Φιλόστρ. 328.
Greek Monolingual
ἡ, Α τοξεύω
1. η τέχνη του να τοξεύει κανείς
2. (περιλπτ.) το στρατιωτικό σώμα τών τοξοτών, οι τοξότες
3. στον πληθ. αἱ τοξεῑαι- τα τόξα.
Russian (Dvoretsky)
τοξεία: ἡ стрельба из лука Diod.