μαστιάω: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(5) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαστιάω:''' = [[μαστίζω]], μόνο στην Επικ. μτχ. <i>μαστιόων</i>, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''μαστιάω:''' = [[μαστίζω]], μόνο στην Επικ. μτχ. <i>μαστιόων</i>, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαστιάω:''' (только part. praes. μαστιόων) хлестать, бить (πλευράς τε καὶ ὤμους οὐρῇ Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A = μαστίζω, only in Ep. part. μαστιόων, Hes.Sc.431.
Greek (Liddell-Scott)
μαστιάω: μαστίζω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχῇ μαστιόων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 431.
Greek Monotonic
μαστιάω: = μαστίζω, μόνο στην Επικ. μτχ. μαστιόων, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μαστιάω: (только part. praes. μαστιόων) хлестать, бить (πλευράς τε καὶ ὤμους οὐρῇ Hes.).