σαλευτός: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σαλεύω]]<br />αυτός που κινείται [[πάνω]] [[κάτω]], αυτός που σαλεύει.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σαλεύω]]<br />αυτός που κινείται [[πάνω]] [[κάτω]], αυτός που σαλεύει.
}}
{{elru
|elrutext='''σᾰλευτός:''' [adj. verb. к [[σαλεύω]] качающийся, шатающийся (γυῖα Anth.).
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαλευτός Medium diacritics: σαλευτός Low diacritics: σαλευτός Capitals: ΣΑΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: saleutós Transliteration B: saleutos Transliteration C: saleftos Beta Code: saleuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A tottering, unsteady, AP5.174 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 859] bewegt, erschüttert, geschwenkt, schwankend, γυῖα σαλευτὰ ὑπ' ἀκρήτου φορεῖς, Mel. 60 (V, 175).

Greek (Liddell-Scott)

σᾰλευτός: -ή, -όν, ὁ ἄνω καὶ κάτω κινούμενος, σαλευόμενος, Ἀνθ. Π. 5. 175.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σαλεύω
αυτός που κινείται πάνω κάτω, αυτός που σαλεύει.

Russian (Dvoretsky)

σᾰλευτός: [adj. verb. к σαλεύω качающийся, шатающийся (γυῖα Anth.).