ζῳοτροφία: Difference between revisions
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(16) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ [[ζωοτροφία]]) [[[ζωοτρόφος]] (Ι)]<br />η αναγκαία [[τροφή]] για τη [[συντήρηση]] της ζωής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι ζωοτροφίες</i><br />τα τρόφιμα που συντελούν στη [[συντήρηση]] της ζωής, τα αναγκαία [[προς]] το ζην<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανεφοδιασμός]]<br /><b>2.</b> [[συσσίτιο]].———————— <b>(II)</b><br />η (AM [[ζῳοτροφία]]) [[[ζωοτρόφος]] (ΙΙ)]<br />[[εκτροφή]] ζώων, [[κτηνοτροφία]], [[ζωοκομία]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ [[ζωοτροφία]]) [[[ζωοτρόφος]] (Ι)]<br />η αναγκαία [[τροφή]] για τη [[συντήρηση]] της ζωής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι ζωοτροφίες</i><br />τα τρόφιμα που συντελούν στη [[συντήρηση]] της ζωής, τα αναγκαία [[προς]] το ζην<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανεφοδιασμός]]<br /><b>2.</b> [[συσσίτιο]].———————— <b>(II)</b><br />η (AM [[ζῳοτροφία]]) [[[ζωοτρόφος]] (ΙΙ)]<br />[[εκτροφή]] ζώων, [[κτηνοτροφία]], [[ζωοκομία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζῳοτροφία:''' ἡ кормление животных Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A feeding of animals, Pl.Plt.261e.
German (Pape)
[Seite 1144] ἡ, das Füttern, Halten von Thieren, Plat. Polit. 261 d.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳοτροφία: ἡ, τὸ τρέφειν ζῷα, Πλάτ. Πολιτ. 261Ε. ΙΙ.ζωοτροφία, τὰ πρὸς τὸ ζῆν χρήσιμα, Δούκας Ἱστορ. σ. 15.
Greek Monolingual
(I)
η (Μ ζωοτροφία) [[[ζωοτρόφος]] (Ι)]
η αναγκαία τροφή για τη συντήρηση της ζωής
νεοελλ.
στον πληθ. οι ζωοτροφίες
τα τρόφιμα που συντελούν στη συντήρηση της ζωής, τα αναγκαία προς το ζην
μσν.
1. ο ανεφοδιασμός
2. συσσίτιο.———————— (II)
η (AM ζῳοτροφία) [[[ζωοτρόφος]] (ΙΙ)]
εκτροφή ζώων, κτηνοτροφία, ζωοκομία.
Russian (Dvoretsky)
ζῳοτροφία: ἡ кормление животных Plat.