ἀποπλάσσομαι: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(5) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποπλάσσομαι]] (Α)<br />[[απομιμούμαι]], [[αναπαριστάνω]]. | |mltxt=[[ἀποπλάσσομαι]] (Α)<br />[[απομιμούμαι]], [[αναπαριστάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποπλάσσομαι:''' атт. [[ἀποπλάττομαι]] ваять, лепить, изображать (τὸν [[Δία]] Plut.; [[εἰκόνα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Med., fut. -πλάσομαι, aor. -πλασάμην:—
A model or mould from a thing: hence, represent, model, portray, Plu.Aem.28, AP5.14 (Rufin.), 7.34 (Antip.Sid.), etc.; ἀ. πρᾶξιν Call.Fr.194.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλάσσομαι: μέσ. πλάσσω τι καθ’ ὁμοίωσιν ἄλλου, ἀπομιμοῦμαι, ἐν δ’ Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δὴ τὸ πολυθρύλητον ἀναφθέγξασθαί φασιν ὡς τὸν Ὁμήρου Δία Φειδίας ἀποπλάσαιτο Πλουτ. Παῦλ. Αἰμίλ. 28, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 15., 7. 34, κτλ.· ἀπ. πρᾶξιν Καλλ. Ἀποσπ. 194.
Spanish (DGE)
1 imitar τὴν κείνου ... πρῆξιν ἀπεπλάσατο Call.Fr.45, τὸν ταύτης τρόπον κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποπλάττεται Antip.Stoic.3.254.
2 representar artísticamente τὸ πάθος ἄκρως ἀπεπλάσατο Longin.10.6, ὡς τὸν Ὁμήρου Δία Φειδίας ἀποπλάσαιτο Plu.Aem.28, cf. AP 5.15 (Rufin.)
•realizar artísticamente ἀπὸ Μουσών ... σμῆνος ἀπεπλάσατο AP 7.34 (Antip.Sid.), χαλκὸν ... ὃν ... τοῖον ἀπεπλάσατο AP 9.238 (Antip.Thess), en v. pas. ἀποπλασθὲν ... γλύμμα Posidipp.Epigr.20.5.
Greek Monolingual
ἀποπλάσσομαι (Α)
απομιμούμαι, αναπαριστάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπλάσσομαι: атт. ἀποπλάττομαι ваять, лепить, изображать (τὸν Δία Plut.; εἰκόνα Anth.).