απομιμούμαι
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Greek Monolingual
(AM ἀπομιμοῦμαι, -έομαι)
μιμούμαι ακριβώς, ενεργώ κατ' απομίμηση
νεοελλ.
1. αντιγράφω πρωτότυπο, κατασκευάζω ομοίωμα
2. παραποιώ με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφώ, παραχαράσσω
αρχ.
προσπαθώ να εκφράσω κάτι με κάτι άλλο.