μικρόσοφος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μικρόσοφος]], -ον (Α)<br />ο [[σοφός]] σε μικρά ή ασήμαντα πράγματα.
|mltxt=[[μικρόσοφος]], -ον (Α)<br />ο [[σοφός]] σε μικρά ή ασήμαντα πράγματα.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρόσοφος:''' мудрый в мелочах Diod.
}}
}}

Revision as of 09:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόσοφος Medium diacritics: μικρόσοφος Low diacritics: μικρόσοφος Capitals: ΜΙΚΡΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: mikrósophos Transliteration B: mikrosophos Transliteration C: mikrosofos Beta Code: mikro/sofos

English (LSJ)

ον,

   A wise in small matters, D.S.26.1.

German (Pape)

[Seite 185] in Kleinigkeiten weise, geschickt, D. Sic. 26, 1.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόσοφος: -ον, ὁ εἰς μικρὰ πράγματα σοφός, Διόδ. 26. 1, Ἐκλογ. 513. 60.

Greek Monolingual

μικρόσοφος, -ον (Α)
ο σοφός σε μικρά ή ασήμαντα πράγματα.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρόσοφος: мудрый в мелочах Diod.