λιπαρόχρως: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(5)
(3)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐπᾰρόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λῐπᾰρόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐπᾰρόχρως:''' ωτος Theocr. = [[λιπαρόχροος]].
}}
}}

Revision as of 09:12, 31 December 2018

Greek Monolingual

λιπαρόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
λιπαρόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»].

Greek Monotonic

λῐπᾰρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόχρως: ωτος Theocr. = λιπαρόχροος.