σκεπόωσι: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκεπόωσι:''' Επικ. γʹ πληθ. του [[σκεπάω]]. | |lsmtext='''σκεπόωσι:''' Επικ. γʹ πληθ. του [[σκεπάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκεπόωσι:''' эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к [[σκεπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].
Greek Monotonic
σκεπόωσι: Επικ. γʹ πληθ. του σκεπάω.
Russian (Dvoretsky)
σκεπόωσι: эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к σκεπάω.