ἀκονιτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκονῑτικός:''' -ή, -όν, φτιαγμένος, κατασκευασμένος από ακονίτη, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀκονῑτικός:''' -ή, -όν, φτιαγμένος, κατασκευασμένος από ακονίτη, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκονῑτικός:''' приготовленный из аконита ([[φάρμακον]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκονῑτικός Medium diacritics: ἀκονιτικός Low diacritics: ακονιτικός Capitals: ΑΚΟΝΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akonitikós Transliteration B: akonitikos Transliteration C: akonitikos Beta Code: a)konitiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A made of ἀκόνιτον, X.Cyn.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκονῑτικός: -ή, -όν, ἐξ ἀκονίτου κατεσκευασμένος, Ξεν. Κυν. 11. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait d’aconit.
Étymologie: ἀκόνιτον.

Spanish (DGE)

-ή, -όν hecho de acónito φάρμακον X.Cyn.11.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀκονιτικός, -ή, -όν) ἀκόνιτον
ο παρασκευασμένος από ακόνιτο.

Greek Monotonic

ἀκονῑτικός: -ή, -όν, φτιαγμένος, κατασκευασμένος από ακονίτη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκονῑτικός: приготовленный из аконита (φάρμακον Xen.).