μεσαμέριον: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
(6_6) |
(3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσαμέριον''': Δωρ. ἀντὶ μεσημέριον, Σιμιχίδα, πᾷ δὴ τὸ [[μεσαμέριον]] πόδας ἕλκεις; ποῦ πηγαίνεις κατὰ τὸ [[μέσον]] τῆς ἡμέρας; Θεόκρ. 7, 26. | |lstext='''μεσαμέριον''': Δωρ. ἀντὶ μεσημέριον, Σιμιχίδα, πᾷ δὴ τὸ [[μεσαμέριον]] πόδας ἕλκεις; ποῦ πηγαίνεις κατὰ τὸ [[μέσον]] τῆς ἡμέρας; Θεόκρ. 7, 26. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσᾱμέριον:''' τό дор. = *[[μεσημέριον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:32, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
μεσαμέριον: Δωρ. ἀντὶ μεσημέριον, Σιμιχίδα, πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις; ποῦ πηγαίνεις κατὰ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας; Θεόκρ. 7, 26.
Russian (Dvoretsky)
μεσᾱμέριον: τό дор. = *μεσημέριον.