ἐπιμαρτύρησις: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιμαρτύρησις]], ἡ (AM) [[επιμαρτυρώ]]<br />[[επιβεβαίωση]], [[επικύρωση]]<br />(αρχ) <b>αστρολ.</b> [[επιμαρτυρία]]. | |mltxt=[[ἐπιμαρτύρησις]], ἡ (AM) [[επιμαρτυρώ]]<br />[[επιβεβαίωση]], [[επικύρωση]]<br />(αρχ) <b>αστρολ.</b> [[επιμαρτυρία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιμαρτύρησις:''' εως (ῠ) ἡ свидетельство(вание), удостоверение, подтверждение Plut., Epicur. ap. Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confirmation, corroboration, Epicur.Sent.24, al.; -ήσεως δεῖσθαι M.Ant.7.62; ἡ ἐκ τῶν φαινομένων ἐ. S.E.P.1.181. II. Astrol., supporting by aspect, Paul.Al.O.4, Ptol.Tetr. 200.
German (Pape)
[Seite 960] ἡ, die Bezeugung, Bestätigung, Plut. adv. Col. 25; Ggstz ἀντιμαρτύρησις, Epicur. D. L. 10, 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμαρτύρησις: -εως, ἡ, ἐπιβεβαίωσις μαρτυρίας, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 147. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 212, Πλούτ. 1121D.
Greek Monolingual
ἐπιμαρτύρησις, ἡ (AM) επιμαρτυρώ
επιβεβαίωση, επικύρωση
(αρχ) αστρολ. επιμαρτυρία.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμαρτύρησις: εως (ῠ) ἡ свидетельство(вание), удостоверение, подтверждение Plut., Epicur. ap. Diog. L.