τάδε: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(40) |
(4b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η, το, Ν<br />(άκλ. αντων.) (για πρόσ. ή πράγμ. τα οποία δεν μπορεί ή δεν θέλει [[κανείς]] να κατονομάσει) ο [[δείνα]] («δεν μέ ενδιαφέρει αν [[είναι]] ο [[τάδε]] ή ο [[δείνα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[τάδε]], πληθ. ουδ. της αντων. <i>ὅδε</i>, <i>ἥδε</i>, [[τόδε]]]. | |mltxt=ο, η, το, Ν<br />(άκλ. αντων.) (για πρόσ. ή πράγμ. τα οποία δεν μπορεί ή δεν θέλει [[κανείς]] να κατονομάσει) ο [[δείνα]] («δεν μέ ενδιαφέρει αν [[είναι]] ο [[τάδε]] ή ο [[δείνα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[τάδε]], πληθ. ουδ. της αντων. <i>ὅδε</i>, <i>ἥδε</i>, [[τόδε]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τάδε:''' pl. n к [[ὅδε]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
pl. neutre de ὅδε.
Greek Monolingual
ο, η, το, Ν
(άκλ. αντων.) (για πρόσ. ή πράγμ. τα οποία δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) ο δείνα («δεν μέ ενδιαφέρει αν είναι ο τάδε ή ο δείνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τάδε, πληθ. ουδ. της αντων. ὅδε, ἥδε, τόδε].
Russian (Dvoretsky)
τάδε: pl. n к ὅδε.