ὀνθύλευσις: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(6_10) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνθύλευσις''': ἡ, ἡ παρασκευὴ ἐδέσματος παραγεμιστοῦ, Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1· πρβλ. τὸ ἑπόμ. | |lstext='''ὀνθύλευσις''': ἡ, ἡ παρασκευὴ ἐδέσματος παραγεμιστοῦ, Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1· πρβλ. τὸ ἑπόμ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνθύλευσις:''' εως (θῠ) ἡ кулин. фарш(ировка), мясная начинка Men. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A the use of forced meat, Men.462.7 (pl.).
German (Pape)
[Seite 347] ἡ, wie μονθύλευσις, eine gewisse Zubereitung mancher Speisen in der Küche, das Füllen, Farciren, Mein. Men. p. 160.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνθύλευσις: ἡ, ἡ παρασκευὴ ἐδέσματος παραγεμιστοῦ, Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνθύλευσις: εως (θῠ) ἡ кулин. фарш(ировка), мясная начинка Men.