συνδιηθέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
(6_20) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιηθέομαι''': Παθητ., διηθέομαι, διυλίζομαι, στραγγίζομαι, «σουρώνομαι» [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Τίμ. 66Ε. | |lstext='''συνδιηθέομαι''': Παθητ., διηθέομαι, διυλίζομαι, στραγγίζομαι, «σουρώνομαι» [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Τίμ. 66Ε. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνδιηθέομαι [σύν, διηθέω] alleen pass. samen gefilterd worden. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A to be filtered through together, Pl.Ti.66e, Gal.17(1).836.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιηθέομαι: Παθητ., διηθέομαι, διυλίζομαι, στραγγίζομαι, «σουρώνομαι» ὁμοῦ, Πλάτ. Τίμ. 66Ε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιηθέομαι [σύν, διηθέω] alleen pass. samen gefilterd worden.