σφαγῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_12) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφᾰγῖτις''': -ιδος, ἡ, (σφαγὴ ΙΙ) ἡ εἰς τὸν λαιμὸν ἀνήκουσα, Λατ. jugularis, φλὲψ [[σφαγῖτις]] Πόλυβος ἐν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 3. | |lstext='''σφᾰγῖτις''': -ιδος, ἡ, (σφαγὴ ΙΙ) ἡ εἰς τὸν λαιμὸν ἀνήκουσα, Λατ. jugularis, φλὲψ [[σφαγῖτις]] Πόλυβος ἐν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφᾰγῖτις:''' ῐδος adj. f горловая, шейная: φλὲψ σ. Arst. яремная вена. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (
A σφαγή 11) of the throat, φλέβες σφαγίτιδες Arist.HA514a4, Gal.2.801, 14.718: sg., Id.2.798, Orib.45.17.6.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰγῖτις: -ιδος, ἡ, (σφαγὴ ΙΙ) ἡ εἰς τὸν λαιμὸν ἀνήκουσα, Λατ. jugularis, φλὲψ σφαγῖτις Πόλυβος ἐν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 3.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰγῖτις: ῐδος adj. f горловая, шейная: φλὲψ σ. Arst. яремная вена.